Μάνος Κοντολέων
Ημερολόγιο συγγραφικών περιπλανήσεων
1.6.25
Μαρία Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων»
Μαρία Σκαμάγκα
«Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Η λογοτεχνία για παιδιά έχει μια δομική ιδιομορφία. Αν και γράφεται με στόχο να διαβαστεί από αναγνώστες που είναι κάπου ανάμεσα στα οχτώ με δώδεκα χρόνια τους, εντούτοις γράφεται από άτομα που έχουν περάσει τουλάχιστον στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους -τις περισσότερες φορές δε είναι αρκετά πάνω από τα τριάντα τόσα τους χρόνια.
Στην ιδιομορφία αυτή ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Ο ενήλικος συγγραφέας για να γράψει μια ιστορία που πέρα από την αναγκαίες γνώσεις για το πως θεμελιώνεται και ολοκληρώνεται στη συνέχεια μια αφήγηση και πως ξεδιπλώνονται οι εσωτερικές διακυμάνσεις των ηρώων (γνώσεις και τεχνικές που αναγκαστικά είναι στοιχεία ενήλικης εμπειρίας), θα πρέπει και να ‘διαφεύγει’ από την ενήλικη σκέψη του και να αναζητά την επανασύνδεση του με τον τρόπο που ο ίδιος βίωνε τις εμπειρίες του τα χρόνια που ήταν παιδί.
Αν αποδεχτούμε αυτήν την συγγραφική ιδιομορφία της ‘ενήλικης παιδικότητας’ τότε θα μπορούμε να έχουμε σχηματίσει το κεντρικό συγγραφικό προσόν που πρέπει να διαθέτει αυτός που αποφασίζει να γράψει ένα λογοτεχνικό αφήγημα προορισμένο -εκδοτικά τουλάχιστον- να διαβαστεί από παιδιά.
Αλλά αυτόματα τίθεται ένας άλλος προβληματισμός. Μπορεί ο ενήλικος δημιουργός επιστρατεύοντας την δική του παιδικότητα να περιγράψει την αντίστοιχη ενός ατόμου που ζει σε μιαν άλλη εποχή -τουλάχιστον μετά από είκοσι αν όχι και περισσότερα χρόνια;
Τα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν και στα οποία οι προέφηβοι ή και έφηβοι ήρωες ζούνε στο σήμερα και σε σημερινά προβλήματα και ερεθίσματα αντιδρούν, είναι πολλά (αν και κάποτε ήταν περισσότερα) και από αυτά δεν είναι δύσκολα κανείς να αποφασίσει πως ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποια πολύ καλά.
Παρόλα αυτά ο κίνδυνος ο συγγραφέας να περιγράφει την σημερινή εποχή με συνθήκες που επικρατούσαν στη δική του, πάντα υπάρχει και πολύ συχνά επεμβαίνει σε βάρος της σχέσης κειμένου με αναγνώστη.
Άλλοτε πάλι, η προσπάθεια του συγγραφέα να συντονίσει τη γραφή του με τον τρόπο ζωής και αντίδρασης ενός σημερινού προεφήβου, τον οδηγεί σε άκαιρες και ακραίες χρήσεις της γλώσσας ή και αντικειμένων που ο ίδιος ως παιδί δεν γνώριζε, ενώ οι σημερινοί αναγνώστες του είναι ιδιαιτέρως με αυτά εξοικειωμένοι.
Θα έλεγα πως ο ασφαλέστερος και σίγουρα ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος να περιγράψει ένας ενήλικος τον τρόπο αντίδρασης ενός παιδιού είναι να αφήσει την δική του παιδικότητα με εμπιστοσύνη να συνομιλήσει με την παιδικότητα ενός σημερινού παιδιού.
Τα ενδύματα, τα αντικείμενα, οι εξωτερικές συνθήκες σίγουρα διαφοροποιούνται, αλλά ο τρόπος όλα αυτά να ξαφνιάζουν τη ματιά ενός παιδιού παραμένει πάντα ο ίδιος.
Θέλω, στη σημείο αυτό, να διευκρινίσω πως όλες οι παραπάνω σκέψεις μου έχουν να κάνουν με πλατιές λογοτεχνικές αφηγήσεις ή με άλλα λόγια με αφηγήσεις όπου σχεδόν το μόνο στοιχείο που τις υλοποιεί είναι ο λόγος. Αν στραφούμε προς μια διαφορετική κατηγορία παιδικών αναγνωσμάτων -αναφέρομαι στα εικονογραφημένα βιβλία ή και στα εικονοβιβλία- τότε άλλοι είναι οι τρόποι με τους οποίους επιτυγχάνεται η συμπόρευση ενήλικης και ανήλικης ματιάς, με άλλους τρόπους υλοποιείται η ενήλική παιδικότητα.
Αλλά δεν είναι αυτό ένα θέμα που αφορά το σημείωμα αυτό, μιας και όλα τα παραπάνω τα κατέγραψα μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Μαρίας Σκαμάγκα «Ο πολύγραφος ή το καλοκαίρι των ηρώων» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η Μαρία Σκαμάγκα ασχολείται με την μετάφραση, έχει δημοσιεύσει κάποια διηγήματα για ενήλικες και ‘Ο πολύγραφος’ είναι το δεύτερο βιβλίο για παιδιά που η ίδια έχει γράψει.
Στο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στην έκδοση, διαβάζουμε πως έχει γεννηθεί στην Αθήνα το 1970.
Τα δυο αγόρια -κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας- πρέπει την ίδια περίοδο να είχαν γεννηθεί μια και οι γονείς τους ήταν τέκνα ανθρώπων που έζησαν και πολέμησαν τα χρόνια του Εμφύλιου.
Χώρος όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται ένα νησί (που δεν κατονομάζεται) και ο μυθιστορηματικός χρόνος ένα καλοκαίρι όλο κι όλο.
Ποια χρονιά; Μάλλον τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 -η Μαρία Σκαμάγκα δεν ορίζει χρονολογίες, αφήνει να τις υποψιαστούμε από τις αντιδράσεις των ηρώων της.
Ένα καλοκαίρι διακοπών σε χωριό όπου μόνο δυο αγόρια ζούνε -το ένα έχει έρθει για μόνιμη εγκατάσταση, το άλλο για να περάσει τις διακοπές του στο σπίτι της χήρας γιαγιάς του.
Καθημερινές στιγμές καλοκαιρινής αγορίστικης συντροφιάς -παιχνίδια, εξερευνήσεις, αναγνώσματα… Και η προσπάθεια να κατασκευαστεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που θα μετατρέψει τη καθημερινή ρουτίνα σε κάτι το πλέον ενδιαφέρον.
Μα στο νησί και στους ανθρώπους του -μια μικρή κοινωνία που δεν έχει ολότελα συντονιστεί με τις εξελίξεις της υπόλοιπης χώρας- τα γεγονότα του εμφύλιου σπαραγμού παραμένουν κατά κάποιο τρόπο ζωντανά και έτσι η περιπέτεια που τα δυο παιδιά επιζητούν να κατασκευάσουν πολύ εύκολα γίνεται μια πραγματικότητα που θα έρθει να φωτίσει το παρελθόν που οι ενήλικες τους αποσιωπούν και που παράλληλα θα τους προσφέρει την ώθηση να περάσουν από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Ειλικρινής αφήγηση -ένα από τα δυο παιδιά αφηγείται την ιστορία. Αλλά σε χρόνο παρελθόντα. Χωρίς να δηλώνεται, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο αφηγητής είναι πλέον ενήλικος. Αλλά είναι ένας αφηγητής που διατηρεί την ενήλικη παιδικότητά του.
Κι έτσι από τη μια περιγράφει τις αποφάσεις των παιδιών: «Μια τέτοια μέρα ξεκινήσαμε με τον Λεωνίδα να βρούμε τη σπηλιά του θείου Σαράντου. Με κάτι κιάλα του μπαμπά του Λεωνίδα πιο μεγάλα απ΄ το κεφάλι μας, που μας βάραιναν και τα περνούσαμε εκ περιτροπής στον λαιμό μας, σακίδια στην πλάτη όπου κουβαλούσαμε τις προμήθειές μας: τετράδια και μολύβια για σχεδιασμό χάρτη και καταγραφή των ευρημάτων μας…»
Και από την άλλη περιγράφει το τοπίο: «Το μονοπάτι το ανιχνεύαμε βήμα το βήμα, κλεισμένο μέσα σε δάσος από βελανιδιές, ψηλούς άργιους, που πρόσφεραν τους κορμούς τους παρηγοριά στην τυφλή πορεία μας».
Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει άλλο κείμενο της Μαρίας Σκαμάγκα. Αυτό ήταν το πρώτο και θεωρώ πως έχει μια ολοκληρωμένη λογοτεχνική υπόσταση καθώς μπορεί να κερδίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενός ενήλικα (κάτι που συνέβη σε μένα), αλλά παράλληλα έχει και όλα τα εφόδια να προκαλέσει μια θετική αναγνωστική εμπειρία σε ένα μεγάλο παιδί ή και έφηβο που του αρέσει να μυείται στα μυστικά της ποιοτικής γραφής.
https://www.hartismag.gr/hartis-78/hartaki/to-kalokairi-ton-irwon
(970 λέξεις)
31.5.25
Η Κατερίνα Δημόκα στο Περί Ου για το 'Ποτέ πιο πριν'
‘ΠΟΤΕ ΠΙΟ ΠΡΙΝ’ (Πατάκης, 2023) τιτλοφορείται το τελευταίο cross over μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων.
Αυτό γράφει στο μοντέρνο εξωφύλλου με τα δύο χρώματα, που δεν παραπέμπει σε μικρό ηλικιακά κοινό. Αινιγματικός ο τίτλος, συνάδει και με το αινιγματικό μυστικό που διατρέχει την αφήγηση και προοιωνίζεται βαρύ, τραυματικό. Μια οικογένεια από την Ανατολή ζει στη Σκανδιναβία, όπου κατέφυγε έπειτα από 15 χρόνια σταδιακών μετατοπίσεων προς Βορρά. Και όσο κάτι τους κυνηγά και τους αποξενώνει από την πατρίδα, άλλο τόσο δείχνουν απόξενοι στη σκανδιναβική χερσόνησο. Και νιώθουν.
Η 17χρονη ηρωίδα Ανίκα, ορφανή από μητέρα, μπορεί να θεωρηθεί δεύτερης γενιάς μετανάστρια, αφού δεν έχει καθόλου μνήμες από τον γενέθλιο τόπο. Επιζητά λοιπόν ως έφηβη τη διαμόρφωση ταυτότητας κοντά στα χαρακτηριστικά των ομηλίκων αλλά και του πολιτισμού στον τόπο υποδοχής. Εντούτοις, την ένταξή της δυσκολεύουν το χρώμα του δέρματος και τα εξωτερικά γνωρίσματα, παράλληλα με την κουλτούρα που φέρει (γεύσεις, μουσικές, έθιμα, ακούσματα, αισθητικά μοτίβα). Όλα αυτά απέχουν θεαματικά από την τρέχουσα συνθήκη.
Ο έρωτας του Γιαν για την εξωτική, λιγομίλητη Ανίκα (και αμφίδρομα) θα επιταχύνει τη λήψη απόφασης για το πού θέλει το κορίτσι να ανήκει. Θέματα, αν όχι αυτονόητα, τουλάχιστον συζητήσιμα, για τους εφήβους στη Δύση (απόκτηση κινητού, έξοδοι, κατανάλωση αλκοόλ, συναναστροφή με το άλλο φύλο) ορθώνονται για την Ανίκα σκόπελοι. Η θεία Νεράν εμμένει στα πατροπαράδοτα και πιέζει τον πατέρα Αγκίπ να επιβάλει την απαράβατη αρσενική εξουσία. Η σχέση (συμφωνίας ή διάστασης) των δύο κυρίαρχων αυτών μορφών στοιχειοθετεί την πλοκή, κάνοντας την έφηβη πρωταγωνίστρια να κινείται άλλοτε προς τη μια κι άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση μιας διελκυστίνδας.
Όλα εξάλλου τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας υπακούνε σε μια τραγικότητα, που πλέκεται από δίπολα συγκρούσεων, διλημμάτων και αντιφάσεων. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο πατέρας Αγκίπ με τη διπλή απώλεια, αδελφής και συζύγου, που τον σημάδεψε και τον διχασμό του ως προς τον ρόλο του άρρενος αλλά και του φορέα γονικής αγωγής. Το 5ο και τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε αυτόν, μολονότι αφουγκραζόμαστε κυρίως τη Νεράν, εξαναγκασμένη από τις επιλογές του αδερφού να παλιννοστήσει. Το δυσβάσταχτο μυστικό της Λούρα έχει έρθει πια στην επιφάνεια και εξαναγκάζει την οικογένεια να πάρει θέση απέναντί του.
Τα ατομικά δικαιώματα και ο διαφορετικός σεβασμός τους ανά πολιτισμό, οι έμφυλες ανισότητες, η εξουθένωση της γυναίκας από άκαμπτα θρησκευτικά συστήματα, το δικαίωμα στο συναίσθημα να εκφράζεται και να εμπνέει τη σωματικότητα τίθενται εύστοχα από τη συγγραφική πένα.
Ο Μάνος Κοντολέων επιλέγει ακόμα να θίξει, χωρίς να υψώνει τους τόνους της φωνής, μια σειρά κρίσιμων προβληματισμών για την ταυτότητα και τους κραδασμούς στην εφηβεία, τη μετανάστευση και την προσαρμογή στον τόπο υποδοχής, τη σύγκρουση στους πολιτισμικούς κώδικες, που μπορεί να αποβαίνει αβυσσαλέα. Η επιλογή της οπτικής του μετανάστη βοηθά τη συμπόνια και την ενσυναίσθηση.
Στον δυτικό πολιτισμό μάλλον θεωρούμε το αίτημα περί γυναικείας παρθενίας παρωχημένο. Αντανάκλαση μιας εξουσιαστικής αντίληψης της ανδροκρατίας πάνω στο «ασθενές φύλο». Ωστόσο, η κοινωνική ζωή -με όσες εκδοχές της φωτίζει η επικαιρότητα- μας αναγκάζει να δούμε κατάματα την αλήθεια: πολλές οι ωμές συμπεριφορές ελέγχου πάνω στη γυναίκα, που κορυφώνονται με την αποτρόπαια πράξη της γυναικοκτονίας. Και μόνο η πρόσφατη καθιέρωση του όρου φανερώνει και την έκταση ενός προβλήματος που ως τώρα συγκαλυπτόταν με γενικόλογα ονόματα.
Στο μυθιστόρημα, το μισόφως και το παγερό κλίμα της Σκανδιναβίας μουδιάζουν τα θερμόαιμα ένστικτα της Ανατολής και η πολιτισμική σύγκρουση υφαίνει ένα αραχνοΰφαντο δίχτυ, όπου πάνω του κινούνται οι ήρωες. Έχει μια παραμυθική διάσταση η αφήγηση, τα ονόματα και οι περιγραφές του Βορρά, που συνάδουν με τη Βασίλισσα του χιονιού, την παράσταση – διακύβευμα για την Ανίκα.
Όμως, η ιστορία της Λούρα διαρρηγνύει ανεπανόρθωτα αυτόν τον ιστό, θυμίζοντάς μας ότι σε πολλά σημεία του πλανήτη η γυναίκα εξακολουθεί να λιθοβολείται από βάρβαρες αντιλήψεις και κτηνώδεις πρακτικές. Σε βάρος κάθε διακήρυξης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων υψώνεται πάντα ένα ΑΛΛΑ.
Όπως ακριβώς ξεκινά και το βιβλίο του ο Μάνος Κοντολέων-
Αλλά είχε αρχίσει να νυχτώνει νωρίς. Ολοένα και πιο μεγάλη γινότανε η νύχτα…
24 Μαΐου 2025
https://www.periou.gr/katerina-dimoka-manos-kontoleon-pote-pio-prin-patakis-2023-isbn139786180703979/
Η Κατερίνα Δημόκα είναι φιλόλογος και συγγραφέας
9.5.25
Jonathan Coe «Η απόδειξη της αθωότητάς μου»
Jonathan Coe
«Η απόδειξη της αθωότητάς μου»
Μετάφραση: Άλκιστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις
Αυτό που πιστεύω πως χαρακτηρίζει τον Άγγλο συγγραφέα Jonathan Coe είναι μια εντελώς ιδιότυπη μείξη λογοτεχνικής γραφής και πολιτικού σχολιασμού.
Μια μείξη που την έχουμε συναντήσει και σε προηγούμενα μυθιστορήματά του -ο Coe είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Η συγγραφική του ταυτότητα έχει σαφέστατα πάνω της το αποτύπωμα ενός άγγλου συγγραφέα -εννοώ πως ο Coe καταπιάνεται με εντελώς αγγλικά ζητήματα του χθες και του σήμερα και τα διαχειρίζεται με εντελώς αγγλικό φλέγμα. Και όμως καταφέρνει να επιτυγχάνει μια πλήρη επικοινωνία και με αναγνώστες άλλων χωρών και άλλων τρόπων ανάγνωσης της καθημερινότητας τους.
Δεν έχω καταφέρει να αποκωδικοποιήσω την τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται αυτή η αναγνωστική επαφή και σε τελευταία ανάλυση η μεγαλύτερη απόλαυση ενός αναγνώστη είναι να αφήνεται χωρίς αντιστάσεις στη δυναμική αφήγηση ενός συγγραφέα.
Στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του, το ‘Η απόδειξη της αθωότητάς μου’, ο Coe σπάει κάθε κανόνα αφηγηματικής δόμησης και χρησιμοποιεί μια εντελώς δική του κατασκευή για να ολοκληρώσει ένα έργο που αν και έχει σαφέστατο και συγκεκριμένο πολιτικό σχολιασμό, παράλληλα δανείζεται όρους αφήγησης αστικού αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, χρησιμοποιεί τεχνικές ενός campus novel και δεν αποφεύγει τον πειρασμό να αγγίξει το κοσμοπολίτικο commercial fiction.
Πολύ δύσκολο και ίσως εν τέλει ανεφάρμοστο το να περιγράψει κανείς με λίγα λόγια την υπόθεση του έργου.
Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι οι μέρες -επτά εβδομάδες όλες κι όλες- όπου την πρωθυπουργία της Αγγλίας είχε αναλάβει η Λιζ Τρας και γίνεται η κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ.
Δυο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης αγγλικής ιστορίας καθώς η κάθε μια έχει τη δική της σηματοδότηση και που τελικά εκφράζουν τις νέες συνθήκες που θα επικρατήσουν εντός της αγγλικής κοινωνίας.
Αυτές τις συνθήκες με το σαφέστατο συντηρητικό πρόσημο, ο Coe θα τις σχολιάζει περιγράφοντας τη διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και παράλληλα θα τις ερμηνεύει τοποθετώντας την αρχή της μυθιστορηματικής δράσης στη δεκαετία του ’80, τότε που οι πολιτικές Θάτσερ και Ρέιγκαν ξεκινούσαν να υλοποιούν τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό.
Αρκετά τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Άλλα από αυτά ζούνε στην επαρχία έχοντας στην ουσία αφήσει πίσω τους τα όνειρα που είχαν όταν φοιτούσαν σε κολλέγιο του Κέιμπριτζ* ένα άλλο παραμένει ενεργό ΄-και γι αυτό για κάποιους επικίνδυνο- ως προς τον προοδευτικό πολιτικό σχολιασμό του* κάποια άλλα έχουν καταφέρει να πάρουν σημαντικές θέσεις μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα, ένα άλλο απολαμβάνει -αλλά ‘μετά θάνατον’- τη συγγραφική του αναγνώριση, δυο νέες κοπέλες που αναζητούν να σχεδιάσουν ένα δικό τους μέλλον μέσα σε ισοπεδωτικές ως προς την αναγνώριση της ατομικότητας συνθήκες.
Όλα αυτοί οι χαρακτήρες κινούνται μέσα στις σελίδες του βιβλίου, μετακινούνται χρονικά, παίρνουν κάποιες στιγμές στα χέρια τους τη συνέχεια της αφήγησης και… Ναι, ο αναγνώστης τελικά υποκύπτει στα αφηγηματικά τεχνάσματα του Coe, δεν αναζητά να ξεκαθαρίσει που τελειώνει η μυθοπλασία και που αρχίζουν τα ντοκουμέντα, αποδέχεται άλλοτε να διαβάζει ευφάνταστους διαλόγους, άλλοτε να επισκέπτεται κοσμοπολίτικα μέρη, άλλοτε να προβληματίζεται πάνω στο πως κάποιοι από τα πριν έχουν σχεδιάσει τις πολιτικές επεμβάσεις τους και άλλοτε να παθιάζεται με καθαρόαιμα και κλασικά μυθιστορηματικά πάθη.
Στην ουσία έχουμε ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει ένα άλλο και που αυτό με τη σειρά του κάποιο τρίτο. Ίσως να είναι και ένα παιχνίδι ανάμεσα στον αφηγητή και στον αποδέχτη της αφήγησής του.
Κι όμως υπάρχει μια ενιαία οντότητα, ένα ολότελα όσο και απροσδόκητα πολιτικό έργο που αν και δείχνει να αφορά μια συγκεκριμένη χώρα και μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο σαρκαστικός σχολιασμός του είναι στραμμένος προς μια επίκαιρη παγκοσμιότητα -την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού.
Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση του «Η απόδειξη της αθωότητάς μου» θα ήθελα να αντιγράψω κάποιες αράδες, από αυτές που δεν υπηρετούν μεν τη μυθιστορηματική πλοκή, αλλά που αν και κάπως ελαφρώς καλυμμένες από τις μυθιστορηματικές εξελίξεις, τελικά επιβεβαιώνουν το πολιτικό στίγμα του έργου, φωτίζουν τις επισημάνσεις του Coe με ένα γνήσιο αγγλικό σαρκασμό. Πρόκειται για ένα απόσπασμα ομιλίας μιας εκπροσώπου συντηρητικών απόψεων που: «…η θεωρία της ήταν ότι οι κίνδυνοι της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020 είχαν μεγαλοποιηθεί, ότι το λοκντάουν είχε προκαλέσει ένα απαράδεκτο πλήγμα στη βρετανική οικονομία και ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο ευαίσθητοι με τους θανάτους μερικών χιλιάδων συνταξιούχων που θα είχαν πεθάνει έτσι κι αλλιώς, μερικούς μήνες αργότερα».
Και που η ίδια αυτή ομιλήτρια αμέσως μετά θα συνέχιζε δηλώνοντας πως: «Το πρόβλημα της βρετανικής κοινωνίας, αυτό που πραγματικά την παρέλυε και την κρατούσε πίσω ήταν η ‘woke’ κουλτούρα. Δεν εξήγησε τι ακριβώς ήταν η ‘wokeness’. Δεν χρειαζότανε άλλωστε, αφού το κοινό της την καταλάβαινε… Οι λέξεις έγιναν υπηρέτες της και μπορούσε να τις χρησιμοποιεί δίνοντας τους όποια σημασία ήθελε εκείνη. Έτσι τα πάντα ήταν woke. Ή τουλάχιστον, όλα όσα έλεγε και έκανε η βρετανική ελίτ ήταν woke, αν και ούτε αυτή η ελίτ μπορούσε να προσδιοριστεί με ακρίβεια».
Ο Jonathan Coe αποδεικνύει πως γνωρίζει τον τρόπο να μετατρέπει το συγκεκριμένο εθνικό σε συγκεκριμένο παγκόσμιο. Ή με άλλα λόγια ξέρει να χρησιμοποιεί την παγκοσμιοποίηση στη λογοτεχνική σύνθεση.
Αυτή την τεχνική του, η μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη για μια ακόμα φορά την μετέφερε στη γλώσσα μας με απόλυτη επιτυχία.
(838 λέξεις)
(Βιβλιοδρόμιο, 10/5/2025)
4.5.25
"Τετ α τετ" της Μαρίας Δριμή
Μαρια Δριμή
«Τετ α τετ»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Εστίας
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Η Μάρια Δριμή που εξασκεί το επάγγελμα του ιατρού ενώ παράλληλα έχει κάνει και σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή, είναι μια διακριτική παρουσία ανάμεσα στους νεότερους συγγραφείς μας.
Έχει ασχοληθεί με τη συγγραφή θεατρικών έργων, ενώ πριν από λίγα χρόνια είχε κάνει και την πρώτη της πεζογραφική παρουσία.
Για εκείνο το πρώτο της πεζογράφημα -«Ρωγμή στον τοίχο», ο τίτλος του- είχα σημειώσει πως ‘πρόκειται για ένα κείμενο που συνδυάζει τη απλότητα της γραφής με το ξάφνιασμα μιας απρόσμενης αφήγησης’.
Παρόμοια σημείωση θα μπορούσα να κάνω και για το δεύτερο πεζογραφικό έργο που πριν από λίγο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις της Εστίας, με την προσθήκη του ‘εντελώς’ πριν από το ‘απρόσμενης αφήγησης’.
Η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, κατά τη γνώμη μου, δεν χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την πρωτοτυπία των θεμάτων της. Κοινωνική κριτική, ενδοοικογενειακές και ερωτικές σχέσεις, ιστορικές ανασυνθέσεις, αναζήτηση ταυτότητας είναι, λίγο -πολύ, τα κεντρικά θέματα που οι σύγχρονοι συγγραφείς στέκονται και που τα αναπτύσσουν με πολύ καλή, μεν, χρήση τη γλώσσας, αλλά χωρίς νέους και κυρίως απρόσμενους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Θα προσπαθήσω να γίνω πλέον σαφής. Είναι, για παράδειγμα, πάντα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον να συνθέσει κανείς ένα μυθιστόρημα πάνω στο πως μια νέα γυναίκα έχει εξαναγκαστεί να ζει σε ασφυχτικό ψυχικό αδιέξοδο, αλλά είναι πολύ περισσότερο ενδιαφέρον αν αυτή τη γυναίκα ο συγγραφέας της την έχει σκεφτεί ως ένα από τα δύο άτομα σιαμαίων αδελφών.
Ακριβώς αυτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος της Μαρίας Δριμή.
Η Μαρία -κεντρική αφηγήτρια- ζει ενωμένη στο σημείο του κροτάφου με τη δίδυμη αδελφή της Άννα.
Δυο ανεξάρτητες προσωπικότητες που είναι καταδικασμένες να μοιράζονται κάθε στιγμή της μέρας, την κάθε πράξη τους, την ίδια στιγμή που μπορεί αυτό που η μια να θέλει να είναι αδιάφορο ή και απωθητικό για την άλλη.
«Κοιμόμαστε σε διπλό κρεβάτι, ξυπνάμε την ίδια ώρα, τρώμε μαζί πρωινό, πάμε μαζί στην τουαλέτα, όμως εκεί κάθε μια κάνει μόνη της της ανάγκη της. Την ώρα που η μια κάθεται στη λεκάνη, η άλλη είναι σκυμμένη προς το μέρος της και την κρατάει από τους ώμους. Στο κατούρημα συγχρονιζόμαστε εύκολα, όμως τα κακά είναι πιο δύσκολη υπόθεση»
Οι περιπτώσεις σιαμαίων διδύμων δεν είναι συχνές. Αλλά η Μαρία Δριμή σκέφτηκε να στηριχθεί πάνω σε ένα τέτοιο ζεύγος αδελφών όχι τόσο, υποθέτω, για να ευαισθητοποιήσει όλους εμάς τους άλλους πάνω στο προβλήματα ανθρώπων με τέτοια μοίρα από τη στιγμή της γέννησής τους, αλλά για να βρει την ευκαιρία να μιλήσει για την αξία της έκφρασης μιας ανεξάρτητης βούλησης και παράλληλα να δοκιμαστεί συγγραφικά και η ίδια στην κατασκευή και ανίχνευση μιας προσωπικότητας που ζει με πλήρως διαφορετικές συνθήκες από όλους τους άλλους συνανθρώπους της.
Το αν προϋπήρξε της συγγραφής μια έρευνα σε επιστημονικά και δημοσιογραφικά δημοσιεύματα δεν καταγράφεται σε κάποια σελίδα του βιβλίου, μα και δεν θα ήταν αναγκαίο μιας και πρόκειται για μυθοπλασία. Άλλωστε η ίδια η ιατρική γνώση της Δριμή, μαζί με τις φιλολογικές σπουδές της, αλλά και η εξοικείωσή της με τη θεατρική γραφή, θεωρώ πως την στήριξαν ώστε να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου οι κεντρικοί χαρακτήρες καταφέρνουν να χαράζουν τις πορείες τους σε αχαρτογράφητα νερά, την ίδια στιγμή που αντιδρούν ως άνθρωποι με κοινά ανθρώπινα πάθη και ανάγκες.
«Μισώ τους καθρέφτες. Είναι τα πιο αδίστακτα, τα πιο ανελέητα κατασκευάσματα του ανθρώπου. Αντιγυρίζουν όσα δεν θέλει κανείς να δει, συχνά μεγεθυμένα και καθαρά»
Στην ουσία πρόκειται -όπως και στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε- για την οδυνηρή πραγματικότητα μιας ‘εξ αδιαιρέτου ζωής’, όπου η εκπαίδευση, η εργασία, ο έρωτας, οι μικρές καθημερινές συνήθειες και κυρίως η κοινωνική αποδοχή είναι καταστάσεις ανέφικτες για τις δυο πρωταγωνίστριες.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε ένα μυθιστόρημα όπου την πλοκή δεν την συνθέτουν τόσο ασυνήθιστες και εντυπωσιακές πράξεις, όσο οι σκέψεις και οι αντιδράσεις πάνω σε μια καθημερινότητα ανθρώπων που ζούνε με νόρμες που έχουν καθιερωθεί από όλους εμάς τους άλλους, από άτομα δηλαδή που γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε μέσα σε μια βιολογικά ατομική ανεξαρτησία.
«Στην πανδημία, ο γιατρός μάς ανακοίνωσε ότι ανήκαμε στις ευπαθείς ομάδες. ‘Μα δεν έχουμε καμιά αρρώστια’ διαμαρτυρήθηκα τόσο έντονα που η Άννα μού έδωσε μια αγκωνιά. ‘Είναι η ίδια η κατάστασή σας’ απεφάνθη εκείνος με περισπούδαστο ύφος. Είμαστε οι ίδιες αρρώστια, ήθελε να πει».
Και ακριβώς εδώ είναι το συγγραφικό επίτευγμα -οι κεντρικές ηρωίδες του ‘Τετ α τετ’ πείθουν για την αλήθεια τους.
Μια αλήθεια που ασφαλώς και είναι κατασκευασμένη, αλλά όπως όλες οι κατασκευές της καλής λογοτεχνίας μπορεί και διεκδικεί τη γνησιότητά της.
(645 λέξεις)
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/22833-tet-a-tet-tis-marias-drimi-kritiki-i-odyniri-pragmatikotita-mias-eks-adiairetou-zois?fbclid=IwY2xjawKEY9lleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFvYmppMlNUcllQeEY0QWdnAR41ZUbjLZCja5cWOghYv3nvoWdThlbRqI9Dxgz1hRNj8bRwhKJ1Oe0QA2zx7Q_aem_0Pse4yH2ysMIUdHBb86Sng
1.5.25
Αστόχαστη αγάπη (προδημοσίευση από το βιβλίο 'Ο βράχος που δακρύζει')
Όμορφη -χρώμα της αυγής.
Τρυφερή -πρωινή αύρα.
Χαρούμενη- τιτίβισμα πουλιού το χάραμα.
Αγαπούσε -είχε γεννηθεί για να λέει ‘καλημέρα’.
Μοσχομύριζε -ανάσα θαλασσινού πρωινού
Χείλη ολόδροσα -πάνω τους η πάχνη του τέλους της νύχτας.
Ακροδάχτυλα -πέταλα τριαντάφυλλου* μάτια -στάλες ωκεανού* δέρμα -παρειές βρέφους.
Με πέπλο αραχνούφαντο καλυμμένη -κεντίδια πάνω του οι πρώτες ηλιαχτίδες.
Αγυάλιστο χρυσάφι τα μαλλιά -μέσα τους φωλιάζανε δροσοσταλίδες.
Μια μικρή θεά ήταν -αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης.
Η Ηώς -αυτή που κάθε μέρα έφερνε στη γη την αυγή.
Προτού ακόμα χαράξει, στεκότανε πίσω από την μεγάλη πύλη του ανάκτορου του αδελφού της κι ενώ εκείνος, ο Ήλιος, έριχνε τις τελευταίες ματιές στο άρμα του - μήτε ίχνος σκόνης να μην υπάρχει πάνω του- εκείνη, η Ηώς, με τα τρυφερά της δάχτυλα ξεκλείδωνε την ολόχρυση καστρόπορτα και έκανε το πρώτο βήμα προς τις πεδιάδες του ουρανού.
Πρώτο βήμα και οι πρώτες πρωινές στάλες από τα μαλλιά της και οι πρώτες τρυφερές, πολύχρωμες ανταύγειες από το αραχνούφαντο χιτώνα της, κατρακυλούσαν στα βουνά, στις θάλασσες, στις πολιτείες.
Τα βλέφαρα των ανθρώπων τρεμοπαίζανε, τα σώματά τους αναδεύονταν πάνω στα στρώματα, ενώ στα δάση ξεχύνονταν κελαϊδισμοί και ευωδιές από τα υγρά πέταλα των λουλουδιών.
Η Ηώς ξεκίναγε τη μέρα, από πίσω της σε λίγο ο Ήλιος θα ακολουθούσε με το άρμα του που το σέρνανε τα τέσσερα άλογα… Κι εκείνη -διακριτικά, ήσυχα- θα επέστρεφε πίσω στο ανάκτορο του αδελφού της.
Ελεύθερη από τα καθήκοντά της, μπορούσε πια να τριγυρνά σε παραλίες, σε ολάνθιστες πλαγιές, σε έρημα νησιά, στις αγορές των πόλεων, στα λημέρια του Ολύμπου.
Μια μικρή, μ΄ αστόχαστη θεότητα ανάμεσα άλλοτε σε θνητούς κι άλλοτε σ΄ αθάνατους, να αναζητά τις χαρές του έρωτα.
Παλληκάρια, που ακόμα δεν είχαν γένια στα μάγουλά τους, αναζητούσαν ένα της βλέμμα. Γέροντες που πιστεύανε πως θα τους χάριζε ξανά τη νεότητα ακολουθούσαν τα ίχνη της.
Θεοί που κατοικούσαν στον Όλυμπο* κάποιοι που δεν εγκαταλείπανε τα πελάγη* όσοι διαφεντεύαν τους ποταμούς ή τις σκοτεινές λίμνες του Άδη -όλοι ελπίζανε να κερδίσουν έστω και για μια μέρα τη συντροφιά της.
Κι εκείνη επέλεγε -έτσι αμέριμνα, δίχως άλλον σκοπό παρά μονάχα να χαίρεται τον έρωτα.
Κι έτσι αμέριμνα, ένα απομεσήμερο, ακολούθησε την πρόσκληση του θεού του Πολέμου, του Άρη, και μαζί του κλείστηκε στις αποθήκες των όπλων του.
Η λάμψη των μαλλιών της, το χρώμα των ματιών της, η απαλότητα του λαιμού της -όλα καθρεφτίστηκαν πάνω στις καλογυαλισμένες ασπίδες, στις μυτερές λόγχες των δοράτων, στις σκαλισμένες λαβές των σπαθιών και όλα τους έτσι πήραν να λάμπουνε για ώρες πολλές, μέχρις ότου το άρμα της Σελήνης ξεκίνησε τη νυχτερινή πορεία του, αλλά τα άλογα με τις γκρίζες χαίτες χάσανε τον βηματισμό τους -ο ουρανός δεν ήταν σκοτεινός όπως τον γνώριζαν, με άλλο γλυκύτατο χρώμα ήταν λουσμένος… Προχωρημένο σούρουπο που θύμιζε αυγούλα.
Η τάξη του κόσμου ανασαλεύτηκε.
Ο Δίας βρόντηξε – η βροντή του πιο τρανταχτή από την κλαγγή του πολέμου και ο Άρης υπέκυψε ως σώφρων στρατιώτης στη διαταγή ανωτέρου και αποσύρθηκε από το οπλοστάσιο.
Μόνη έμεινε η Ηώς και ανασήκωσε τους ώμους, ως νεαρά που έχει χορτάσει από χάδια και φιλιά, πήρε να κατηφορίζει ήρεμα και νωχελικά προς τις πεδιάδες και τους κάμπους και κανείς δεν φρόντισε -μα πάντα και ποτέ κανείς δεν φροντίζει να προστατεύει την αστόχαστη αθωότητα της νιότης- να την ενημερώσει πως όχι μόνο ο Δίας είχε θυμώσει, μα και η ίδια η θεά του Έρωτα, η Αφροδίτη είχε ζηλέψει.
Προτού η Ηώς εισέλθει στην αποθήκη του πολέμου, το μόνο άλλο θηλυκό που είχε εκεί μέσα μπει ήταν αυτή και μόνο -η Αφροδίτη.
Το νέο γρήγορα διαδόθηκε ανάμεσα στους μεγάλους και στους μικρούς θεούς, αλλά η ίδια η Ηώς δεν το πίστεψε -Μα πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει κατάρα που θα νικούσε την αγνότητα της κυράς του πρώτου, πρώτου φωτός;
Αλλά τα λόγια της Αφροδίτης ήταν ξεκάθαρα -Ποτέ η Ηώς να μην χαιρότανε την απόλυτη ευτυχία του έρωτα.
Κι ότι αποφασίζει η θεά του έρωτα, είναι πάντα πιο πάνω ακόμα και από το πλέον γλυκό ξημέρωμα.
Έτσι είναι!
Κι έπειτα πέρασε ο καιρός -ας μην τον μετρήσουμε με τον ρυθμό των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν. Οι θεοί ζούνε αναλλοίωτοι και για πάντα.
Αυτό όλοι -θνητοί κι αθάνατοι- οφείλουν να το ξέρουν και να το ενθυμούνται.
Η Ηώς -δεν μπορεί!- πρέπει να το γνώριζε, αλλά το λησμόνησε εκείνη τη μέρα που σε ακρογιαλιά του Ίλιου συναπαντήθηκε με τον Τιθωνό.
Όμορφος νέος, νεότατος άνδρας ο Τιθωνός -ίσα που είχε αρχίσει να φυτρώνει το πρώτο πλούσιο γένι γύρω από τα μαγουλά του.
Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μελαχρινή επιδερμίδα -γνήσιος απόγονος της φαμίλιας που κυβερνούσε τη φημισμένη Τροία.
Αρχοντικό παράστημα, αρρενωπή θωριά, μα και μια γλυκύτητα που ξεπηδούσε από το βλέμμα του και τα γραμμένα του χείλη.
Η Ηώς ήταν που πρώτη τον είδε -πάνω σε βραχάκι καθισμένος κοιτούσε τη θάλασσα.
«Τι κάνεις εδώ μονάχος;» με το γνωστό της αυθορμητισμό τον πλησίασε.
Ο Τιθωνός προτού ακόμα γυρίσει να τη δει, αισθάνθηκε να λούζεται σε απαλό φως και να τον τυλίγει η μυρωδιά ανάσας αγριολούλουδου.
Κι έπειτα μέσα στο στήθος του κάτι σα μιαν αύρα λες και τον διαπέρασε -φούσκωσαν τα σπλάχνα του, το αίμα του κύλησε με την ορμή χειμάρρου και αισθάνθηκε να χάνει τη φωνή του
«Δεν απαντάς;» η Ηώς χαμογελούσε με το σάστισμά του -τώρα ο Τιθωνός ίδια με σαστισμένο έφηβο έμοιαζε. Έφηβο που κοιτούσε με λαχτάρα κάτι που τον είχε συναρπάσει.
«Μετρώ τα κύματα…» ήταν ότι έτσι πρόχειρα σκέφτηκε να της απαντήσει.
Κάθισε δίπλα του εκείνη
«Ας τα μετρήσουμε μαζί!» είπε κι άπλωσε το χέρι της, «Να, δες!... Ένα… Και δεύτερο… Και τρίτο…» σταμάτησε, στράφηκε προς τη μεριά του…
«Μιας κι εσύ δεν μετράς, πες μου τουλάχιστον το όνομα σου…»
Και της το είπε… Του είπε και το δικό της. Τα κύματα συνέχιζαν να ξεψυχούνε πάνω στα βραχάκια.
Κανείς δεν τα μετρούσε πια.
Μια μικρή θεά κι ένας νέος, νεότατος άνδρας κρατιόντουσαν από το χέρι. Για λίγες στιγμές. Κι έπειτα πλησίασαν τα κεφάλια τους* ενώθηκαν τα χείλη τους. Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
Ερωτευμένοι κι ευτυχισμένοι.
Μα εκείνη η φράση της Αφροδίτης δεν είχε ξεχαστεί -ότι ξεστομίζουν οι θεοί, δεν το παίρνουν πίσω.
************
Στο αρχοντικό του Ήλιου έμενε η Ηώς και τώρα μαζί της, δίπλα της και Τιθωνός.
Μαζί της ξυπνούσε αχάραγα και του άρεσε να την παρακολουθεί να ανοίγει την πύλη απ΄ όπου θα ξεχυνότανε το άρμα του Ήλιου με τα τέσσερα κατάλευκα άλογα που το σέρνανε.
Έλουζε με το γλυκό της φως η Ηώς τη γη και τα ουράνια και ήταν κι εκείνη το ίδιο λουσμένη από τις τρυφερές αποχρώσεις του λυκαυγούς.
Κι ενώ η Πύλη έκλεινε, ο Τιθωνός την άρπαζε στην αγκαλιά του –«Ο ευτυχέστερος των θνητών είμαι που έχω δική μου την αιώνια γλύκα των χρωμάτων της αυγής» ψιθύριζε και τα χείλη του ακουμπούσαν στα χείλη της καλής του.
Ο ευτυχέστερος των θνητών -φράση που έκρυβε μια τραγωδία.
Για πόσο μπορούν να είναι μαζί ένας θνητός και μια αθάνατη;
Και οι δυο, υπήρχαν ώρες που ανατριχιάζανε καθώς αυτή η σκέψη πλάκωνε τις καρδιές τους
«Όταν εγώ πεθάνω, εσύ άλλον θα βρεις να είναι δίπλα σου…»- το δικό του παράπονο
«Όταν εσύ πεθάνεις, εγώ θα μισήσω την αθανασία μου» - έλεγε η Ηώς και ανατρίχιαζε.
Όχι! Μια θεά ήταν… Έστω μικρή έως ασήμαντη* δεν ήταν από τις άλλες τις αθάνατες θέες που κατοικούσαν στον Όλυμπο. Μα ως θεά κάτι θα μπορούσε να πετύχει. Κι αν η ίδια δεν είχε τη δύναμη να κάνει τον αγαπημένο της αθάνατο, μπορούσε - είχε κάθε δικαίωμα- να το ζητήσει από εκείνον, τον μέγιστο θεό που θα μπορούσε να το κάνει.
Στον Δία, λοιπόν, κατέφυγε.
Η μικρή θεότητα της πρωινής αύρας στάθηκε μπροστά στον άρχοντα των κεραυνών.
«Ώστε αυτό και μόνο θες;» ο Δίας είχε διάθεση να παίξει με τον καημό της αστόχαστης μακρινής συγγένισσάς του -αχ, αυτή η αυγή που ποτέ της δεν σκέφτεται να μάθει ποιο τάχα καλό ή πιο τάχα κακό θα συμβεί στην υπόλοιπη διάρκεια τη μέρας!
«Αυτό! Για να είμαστε πάντα μαζί!» η Ηώς με το πάθος του έρωτα που μόνο τον έρωτα σκέφτεται απάντησε.
Ο Δίας χαμογέλασε. Πολύ πυκνά τα γένια του, κρύβανε το σατανικό χαμόγελό του. Και το βλέμμα του -κι αυτό το κρύβανε τα πυκνά του φρύδια. Τουλάχιστον η Ηώς δεν πρόσεξε τη ματιά του που ενωνότανε με το βλεφάρισμα της Αφροδίτης… Ναι, λίγο πιο κει η αρχόντισσα του ερωτικού πάθους, παρακολουθούσε -σατανικό και το δικό της χαμόγελο.
Πάντως η Ηώς επέστρεψε στην αγκαλιά του καλού της και βούτηξαν μέσα στα ολόδροσα νερά μιας λίμνης. Με απλωτές, υγρά αγγίγματα, φιλάκια στολισμένα με στάλες νερού- με τέτοια κι άλλα παιχνίδια γιορτάσανε την αιωνιότητα και των δύο.
Και συνεχίζανε έτσι να ζούνε… Μέρες, μήνες, χρόνια… Ξέγνοιαστοι.
«Για πάντα μαζί…» ο Τιθωνός εκείνο το απόγευμα θυμήθηκε και πάλι να συλλαβίσει την ευτυχία του.
«Και για πάντα νέοι…» του υπενθύμισε η Ηώς, αλλά ξάφνου, τα δάχτυλά της, έτσι όπως περνούσαν ανάμεσα στα κατάμαυρα μαλλιά του καλού της, ξαφνικά μουδιάσανε.
Μια λευκή τρίχα είχε σκαλώσει στην άκρη νυχιού της.
Και η Ηώς πάγωσε, χλόμιασε… Βουβάθηκε.
Γύρισε ο Τιθωνός να δει τι έχει συμβεί.
Είδε ανάμεσα στα δάχτυλα της αγαπημένης του, τη λευκή τρίχα από τα μαλλιά του.
Πάγωσε, χλόμιασε κι αυτός… Ούρλιαξε -
«Γερνάω!... Δεν είναι δυνατόν!... Γερνάω;»
Η Ηώς με παγωμένο βλέμμα, παγωμένη φωνή, επιβεβαίωσε
«Γερνάς…»
Αλλά αμέσως μετά κι οι δυο σκεφτήκανε πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβαίνει.
«Ο ίδιος ο Δίας σε διαβεβαίωσε…» ο Τιθωνός θυμότανε
Η Ηώς ανασηκώθηκε. Έκλεισε μέσα στη χούφτα της τη λευκή τρίχα – «Μου το υποσχέθηκε…!» σχεδόν θυμωμένη είπε, «Τώρα αμέσως θα πάω και θα του δείξω…» άνοιξε την παλάμη της. Η εικόνα της λευκής τρίχας έκανε και τους δυο να παγώσουν από τη φρίκη.
Μα λίγο πιο μετά -έτσι κι αλλιώς οι θεοί γρήγορα μπορεί από τον έναν τόπο να μεταφέρονται σε άλλον- η εικόνα αυτής της λευκής τριχούλας μέσα στην παλάμη της Ηούς, δεν έκανε καμιά εντύπωση στον Δία.
«Αθάνατος δεν σημάνει και για πάντα νέος» σχολίασε.
Η Ηώς τόλμησε να υψώσει τη φωνή της -ναι, υπάρχουν και φορές που ένα λυκαυγές γίνεται άγριο ως μεσημεριανή μπόρα.
«Σου είχα ζητήσει και μου υποσχέθηκες…» η διαμαρτυρία της μαζί με θυμό είχε και ένα παράπονο.
«Ότι μου ζήτησες στο έκανα… Η αθανασία του Τιθωνού ίδια με τη δική σου…»
Ο αραχνούφαντος χιτώνας που κάλυπτε το σώμα της, ίδια με κουρελιασμένο ύφασμα έδειχνε -έτσι τον είχε μετατρέψει η Ηώς καθώς με τα χέρια της πήρε να τον τραβά, να τον ξεσχίσει λες κι ήθελε.
«Μα εγώ μένω και πάντα νέα…» στην κρυμμένη μέσα σε σύννεφα κορυφή του Ολύμπου ακούστηκε ο σπαραγμός της. Μα εκεί που κατοικούνε οι θεοί μόνο παρακλήσεις και ικεσίες γίνονται δεκτές. Όχι παράπονα.
«Ας μου ζητούσες και την αιώνια νεότητα…» αδιάφορα απάντησε ο Δίας και στράφηκε προς το θρόνο της Αφροδίτης.
Εκείνη πάντα χαμογελούσε.
Υπάρχει διαφορά -άλλο να είσαι μεγάλη θεά κι άλλο μικρή θεότητα. Στην πρώτη περίπτωση ότι ξεστομίσεις γίνεται, στη δεύτερη πρέπει να σκέφτεσαι καλά προτού ζητήσεις αυτό που θα ήθελες να γινότανε.
Κι έτσι η Ηώς άνοιξε την παλάμη της, τη λευκή τριχούλα την παρέσυρε το βοριαδάκι του βουνού κι έπειτα η ίδια πήρε να επιστρέφει προς το αρχοντικό του Ήλιου.
Αργοπόρησε όσο μπορούσε. Μα να αποφύγει να εξηγήσει στον Τυθωνό αυτό που τους περίμενε, δεν γινότανε.
Κι έτσι κι έγινε.
Και λένε πως υπήρξαν μέρες πολλές στη σειρά που οι αυγές τους ήταν ολοσκότεινες -βροχερές, συννεφιασμένες, καλυμμένες σε στρώματα ομίχλης. Σχεδόν ανύπαρκτες.
Μα η τάξη του κόσμου δεν γίνεται να αλλάξει από την απογοήτευση και το κλάμα δυο ερωτευμένων.
Όλα, σύντομα, επέστρεψαν στην κανονική τους τη σειρά.
Κάθε αυγή η Ηώς άνοιγε τις πύλες για να ξεκινήσει το άρμα του Ήλιου το ταξίδι του. Και τα χρώματα τα τρυφερά και οι γλυκές θωπείες της πρωινής αύρας και όλες οι ανάλαφρες μυρωδιές των νοτισμένων αγρών απλωνόντουσαν στη γη.
Κι έπειτα η ίδια η Ηώς επέστρεφε στα δωμάτιά της και εκεί την ανέμενε ο Τιθωνός -κάθε μέρα και πιο γερασμένος.
Κάθε μέρα και μια νέα ρυτίδα, κάθε μέρα και μια ακόμα λευκή τρίχα, κάθε μέρα και ολοένα κύρτωνε η πλάτη του, τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν, τα χείλη του μαραίνονταν, τα δόντια του κιτρινίζανε… Πέφτανε. Η φωνή του γινότανε ολοένα και πιο βραχνή -το σ΄ αγαπώ του ακουγότανε ως σκληρός ήχος.
Για χρόνια όλα αυτά. Και χρόνια πολλά μετά, η Ηώς δεν τον κράταγε μέσα στην αγκαλιά της. Πώς να αγκαλιάσεις πλάσμα που είχε γίνει τόσο μικρό ώστε στη χούφτα σου μέσα να χωρά;
Πλάσμα μικρό, συρρικνωμένο που συνέχιζε να λέει σ’ αγαπώ, αλλά που ακουγότανε ως ένα μονότονο, λίγο σκληρό τραγούδι.
Και η Ηώς πήρε την απόφαση. Και εκείνη τη μέρα, καθώς είχε πια ανοίξει τις πύλες και το άρμα του Ήλιου είχε ξεχυθεί στον ουρανό, μέσα από τα δάχτυλά της άφησε να ελευθερωθεί το πλασματάκι -τόσο δα έντομο!- που είχε γίνει ο Τιθωνός και το παρακολούθησε να πέφτει έως τη γη, να πάει και να κουρνιάζει πάνω στη φλούδα ενός δέντρου.
Και από εκεί πάνω να συνεχίζει το μονότονο, παράταιρο τραγούδι μιας αστόχαστης αγάπης. Το τραγούδι του τζίτζικα.
https://www.hartismag.gr/hartis-77/hartaki/astokhasti-aghapi
(2176 λέξεις)
26.4.25
Φλάννερυ Ο’Κόννορ «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος»
Φλάννερυ Ο’Κόννορ
«Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος»
Μετάφραση: Ρένα Χάτχουτ
Εκδόσεις Αντίποδες
«Καμιά φορά, η τελευταία σειρά από δέντρα φάνταζε σαν συμπαγές γκριζογάλανο τείχος, λίγο πιο σκούρο από τον ουρανό, όμως εκείνο το απόγευμα ήταν σχεδόν μαύρη και πίσω της ο ουρανός είχε ένα πελιδνό, εκτυφλωτικά άσπρο χρώμα» (σελ. 165)
Οι παραπάνω προτάσεις είναι χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίον η Φλάννερυ Ο’Κόννορ περιγράφει τον περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούνε οι ήρωες των διηγημάτων της.
Και λίγες σελίδες πιο πέρα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον… «Τα τρία παιδιά έρχονταν προς το μέρος τους, αλλά σαν να ετοιμάζονταν να συνεχίσουν το δρόμο τους προς το πλάι του σπιτιού. Εκείνο που κρατούσε τη βαλίτσα προχωρούσε πρώτο τώρα… Τα τρία αγόρια έμοιαζαν κάπως μεταξύ τους, μόνο που το μεσαίο στο μπόι φορούσε γυαλιά με ασημένιο σκελετό και κουβαλούσε τη βαλίτσα. Το ένα του μάτι ήταν λίγο αλλήθωρο και το βλέμμα του έμοιαζε να έρχεται από δυο κατευθύνσεις ταυτόχρονα σαν να τους περικύκλωνε… Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο μέτωπο του από τον ιδρώτα. Έδειχνε γύρω στα δεκατρία. Και τα τρία παιδιά είχαν κενά, διαπεραστικά βλέμματα» (σελ. 172)
Μια ατμόσφαιρα νεφελώδους δυστοπίας, ένας απροσδιόριστος κίνδυνος -αυτά είναι τα κεντρικά στοιχεία τα οποία, θεωρώ, πως ενεργοποιούν το ενδιαφέρον ενός σύγχρονου αναγνώστη διηγημάτων που γραφτήκανε γύρω στα 1955 από μια συγγραφέα που στην ουσία με μόνο δυο συλλογές διηγημάτων και δυο μυθιστορήματα κατάφερε να αφήσει ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος στην αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Η Φλάννερυ Ο’Κόννορ γεννήθηκε το 1925 στην Πολιτεία Τζόρτζια των ΗΠΑ και στο ίδιο τόπο πέθανε το 1964.
Μεγαλωμένη σύμφωνα με αυστηρές καθολικές αρχές, μέσα στην καρδιά του συντηρητικού Νότου, από πολλούς καταγγέλθηκε η στάση της ως προς τις φυλετικές διακρίσεις, την ίδια όμως στιγμή η Ο’ Κόννορ είχε θετικά εκφρασθεί για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Τελικά -επανέρχομαι στην εντύπωση που αποκομίζει ένας σημερινός αναγνώστης των γραπτών της- αυτό που η Ο΄Κόννορ έχει επιτύχει με τη γραφή της είναι να σκιαγραφεί μια εικόνα ταυτίσεων όσο και αντιθέσεων ανάμεσα στον τόπο και στους ανθρώπους που τον κατοικούν.
Οι χαρακτήρες των διηγημάτων δείχνουν άλλοτε να επηρεάζονται από το μέρος που έχουν μεγαλώσει και κατοικούν κι άλλοτε να θέλουν να το αποφύγουν. Το έχουν ενστερνισθεί, αλλά και δεν έχουν απόλυτα προσαρμοσθεί σε αυτό.
Ο φόβος προς το όποιο νέο ή διαφορετικό τους εξουθενώνει, αν και δεν παύουν να αναζητούν μια ζωογόνο αλλαγή.
Από αυτήν τη αναγνωστική σκοπιά αν διαβάσει κανείς τα τόσο περίτεχνα γραμμένα διηγήματα της συλλογής, θα αισθανθεί πως οι περιγραφές δεν αφορούν κάποια συντηρητική περιοχή των ΗΠΑ στα μέσα του 20ου αιώνα, αλλά μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν πως καταγράφουν ένα διαχρονικά-ή και επίκαιρα- ανοίκειο τοπίο μέσα στο οποίο το άτομο έχει εγκλωβιστεί και δεν καταφέρνει να βρει μια διέξοδο διαφυγής του.
«Τα μεγάλα άσπρά σπίτι έμοιαζαν από μακριά σαν μισοβουλιαγμένα παγόβουνα . Δεν υπήρχαν πεζοδρόμια, μόνο ιδιωτικοί δρόμοι για τα αυτοκίνητα που γύριζαν γύρω γύρω σε ατέλειωτους γελοίους κύκλους… Ο γέρος ένιωθε ότι αν έβλεπε μπροστά του υπόνομο, θα έπεφτε μέσα και θα άφηνε το ρεύμα να τον πάρει… Ένα δυνατό γάβγισμά τον έκανε να πεταχτεί και, σηκώνοντας τα μάτια, είδε να πλησιάζει ένας χοντρός με δυο μπουλντόγκ. Ανέμισε τα δυο του χέρια σαν ναυαγός σε έρημο νησί. ‘Έχω χαθεί!΄φώναξε . ‘Έχω χαθεί και δεν μπορώ να βρω το δρόμο μου!... Ω, Θεέ μου, έχω χαθεί! Για το θεό, λυπήσου με γιατί χάθηκα!» (σελ. 158)
Σε κάθε περίπτωση μια συλλογή διηγημάτων γραμμένων το 1952 καταφέρνει να διατηρεί μια επικαιρότητα καθώς ρίχνει μια δέσμη ερμηνείας σε σύγχρονες πολιτικές εκφράσεις του Νότου, κυρίως, των ΗΠΑ.
Ίσως γιατί πάντα -αν όχι και πλέον έντονα- ο άνθρωπος παραμένει μεν δεμένος με τον γενέθλιο τόπο, αλλά και συνεχώς -απρογραμμάτιστα πάντως και ανεξέλεγκτα- προσπαθεί να ξεφύγει από απόψεις και συνήθειες που ο ίδιος δεν μπορεί να τις αλλάξει. Η παράνοια του νεοσυντηριστισμού, με άλλα λόγια.
Θα έλεγα πως αυτή η συνθήκη είναι ο ορισμός του εφιάλτη. Και η γραφή της Ο’ Κόννορ έχει πολλά στοιχεία που σχηματοποιούν μια εφιαλτική κατάσταση.
Η μετάφραση της πεπειραμένης Ρένας Χάτχουτ έχει καταφέρει να μεταφέρει αυτό το κλίμα από τη μια γλώσσα στην άλλη – «Η φωνή του έμοιαζε έτοιμη να ραγίσει και το μυαλό της γιαγιάς καθάρισε για μια στιγμή. Είδε το πρόσωπο του άντρα κοντά στο δικό της, συσπασμένο σαν να ετοιμαζόταν να βάλει τα κλάματα, και μούγκρισε: ’Μα είσαι κι εσύ ένα από τα παιδιά μου. Είσαι κι εσύ ένα από τα παιδιά μου!’ Άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε στον ώμο. Ο Ανισόρροπος τινάχτηκε πίσω σαν να τον είχε δαγκώσει φίδι και την πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Έπειτα άφησε το όπλο του στο χώμα, έβγαλε τα γυαλιά του κι άρχισε να τα καθαρίζει» (σελ. 31-32)
Και μόνο αυτές οι προτάσεις το αποδεικνύουν.
(780 λέξεις)
Βιβλιοδρόμιο, 26/4/2025
25.4.25
Μαρία Γεωργαλά 'Παρανυχίδα'
Μαρία Γεωργαλά
«παρανυχίδα»
Ποιήματα
Εκδόσεις Μετρονόμος
Παρανυχίδα είναι δερματικό εξόγκωμα που δημιουργείται στο πλάι, και συνήθως κοντά στη βάση, του νυχιού -αυτό μας εξηγεί η Wikipedia.
Κι εγώ θυμάμαι τα χρόνια που ήμουνα παιδί πόσο συχνά στις άκριες των δαχτύλων μου εμφανιζόντουσαν παρανυχίδες.
Πρέπει να ήταν γιατί τα χέρια ενός παιδιού ολοένα και ψαχουλεύουνε το κάθε άγνωστο που κρύβεται μέσα σε περιοχές όπου κυκλοφορούν ποικίλες εστίες οργανισμών που αν δεν καταφύγεις στην προστασία της απολύμανσης μπορεί να σου δημιουργήσουν μικρές πληγές, μικρές περιστασιακές ενοχλήσεις.
Ναι αυτό είναι η παρανυχίδα που ξεκινούσε συνήθως από μια μικρή αμυχή, κάποιο ελάχιστο μέρος του δέρματος που ζητούσε να αποχωριστεί από το μέρος όπου ήταν προορισμένο να υπάρχει.
Αυτό λοιπόν είναι η παρανυχίδα -κάτι που ζητά την απελευθέρωσή του χωρίς προηγουμένως να φροντίσει να προστατέψει αυτήν την τάση του.
Οπότε -σκέφτηκα- να γιατί η Μαρία Γεωργαλά έδωσε αυτόν τον τίτλο στην ποιητική της συλλογή.
Κι έτσι αναζήτησα τις μικρές, περιστασιακές ενοχλήσεις που δημιούργησαν τα ποιήματα της συλλογής.
Αλλά από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, η προμετωπίδα φάνηκε να διαφωνεί μαζί μου:
Το τέλος δεν το φέρνει ο θάνατος
Ο φόβος τον φέρνει
Μικρή, περιστασιακή ενόχληση δεν είναι το ‘τέλος’ -σκέφτηκα. Αλλά αμέσως μετά πρόσεξα περισσότερο το βάρος των λέξεων : ‘θάνατος’ και ‘φόβος’…
Και διαπίστωσα πως το βάρος δεν πέφτει στον θάνατο, αλλά στον φόβο.
Κι αυτός ο τελευταίος είναι περιστασιακός -έρχεται και φύγει, παρουσιάζεται , αναστατώνει και μετά εξαφανίζεται. Μια παρανυχίδα, λοιπόν, ο φόβος.
Κι έτσι, με μια κάποια σιγουριά, ξεκίνησα να διαβάζω και να ξεφυλλίζω…
Και στο πρώτο ποίημα ανακαλύπτω την πρώτα παρανυχίδα -τον συμβιβασμό
Κοιτάζω πέρα. Κανείς.
Μα κανείς; Αναλογίζομαι.
Γιατί;
………………….
Χάρμα οφθαλμών η νεότητα.
Όσο.
Κάθε απόγευμα νοιάζομαι για την αρχή.
Μετά ξεχνιέμαι κι εγώ.
Μαζεύομαι μόλις δροσίσει.
Ποιήτρια που συλλέγει το πλέον ακραίο νόημα των λέξεων, η Μαρία Γεωργαλά. Εδώ, στο ποίημα αυτό, λέξη κλειδί αυτό το ασήμαντο ΄όσο’ αφήνει να φανούν τα ίχνη του συμβιβασμού.
Και προχωρώ την ανάγνωση:
Οι δαίμονές μου μ΄ επισκέπτονται
Τη νύχτα.
Πίνουν ρακί και σημαδεύουν τα χαρτιά.
Ψάχνουν αιτίες και κι αφορμές
Να τις καταβροχθίσουν.
…………………………..
Ξανά και ξανά.
………………………….
Εγώ μαζί τους ξενυχτώ
Ποίημα που συνομιλεί με τους εφιάλτες. Και αποδέχεται πως : θα έρχονται ‘Ξανά και ξανά’.
Πάλι μια λέξη κλειδί για το αδιέξοδο.
Και στην επόμενη σελίδα, το επόμενο ποίημα, εικονοποιεί την ενοχή της μη αντίδρασης:
Τα δυο παιδιά ξεκίνησαν να παίξουνε
στον δρόμο.
Κανένας μας δεν πρόσεξε τις φλόγες
στα μαλλιά τους,
ούτε τα φύκια που έκρυψαν το φως
από τα μάτια.
…………………………..
Τα δυο παιδιά δεν πρόλαβαν
να παίξουν μες στον δρόμο.
Ούτε τα χνάρια φαίνονταν, ούτε η
σκανταλιά τους.
Διακόπτω την ανάγνωση. Συναίσθημα ασφυξίας και αναρωτιέμαι αν τελικά η ανάγνωσή μου θα συναντήσει κάτι που ίσως θα συλλαβίσει μια λέξη θετική.
Και να που στο επόμενο ποίημα η λέξη προβάλει: Ερωτικό.
Αλλά έχω βιαστεί, γιατί το ποίημα δυο φορές υπενθυμίζει:
Σαν να είχα ανάγκη τη λύπη σου
Ενώ λίγο μετά και λίγο πιο πριν, ξεκάθαρα δηλώνει πρώτα: Τίποτα απ΄ όσα ήσουν δεν είχα ανάγκη και λίγο αργότερα: Σαν να μην περίσσευε η δική μου.
Λέξη κλειδί, λοιπόν, όχι ο έρωτας, αλλά η αποξένωση.
Αποξένωση -τελικά ίσως η εναλλακτική πρόταση τίτλου της συλλογής.
Αυτό σκέφτομαι καθώς διαβάζω το ποίημα με τον τίτλο ‘Παρανυχίδα’
Κοιτάζω ψηλά.
Αποφεύγω να καταμετρήσω απώλειες,
καθημερινές, την ευθεία
του βλέμματός μου.
Απώλειες ανθρώπων για πάντα
ή «όταν βρω καιρό θα τα πούμε».
Μια τόσο εύστοχη, όσο και ευαίσθητη επισήμανση μικρών ενοχλήσεων από την αποξένωση.
Α, αυτός ο ‘άλλος’. Πάντα αναγκαίος και πάντα απορριπτέος. Πού τελικά η παρουσία του θα μας οδηγεί -μέγα λάθος!- στην καταφυγή της απομόνωσης.
Από ποιους είσαι εσύ;
Από τους κΗ παραναλούς ή τους κακούς;
Τί θέλεις κι έρχεσαι ακάλεστος τέτοια μέρα;
Φοράς κουκούλα στο κεφάλι ή έχεις μάτια
κρίνους;
Σε αυτό το παλιοπαντέλονο, φθαρμένο στους
αιώνες,
τί άραγε κρύβεις;
Και προτού συνεχίσω την ανάγνωση, δεν μπορώ παρά να σταθώ και να θαυμάσω την ευρηματικότητα της ποιήτριας με εκείνη την έκφραση: παλιοπαντέλονο, φθαρμένο στους αιώνες.
Κι αμέσως μετά… Α, αμέσως μετά, κάθε αρνητική σκέψη, κάθε παράπονο ή φόβος αποσύρονται…
Το σπίτι μου δεν έχει πόρτες,
μόνο παράθυρα.
Αν θέλετε να έρθετε στο σπίτι μου,
αφήστε τον εαυτό σας,
με όλο του το βάρος,
απ΄ έξω.
Αλλιώς μην έρθετε.
Αλλιώς καλώς να ορίσετε.
Εδώ η λέξη κλειδί είναι η επικοινωνία. Η παρανυχίδα εξουδετερώνεται.
Κι άλλωστε:
Να αλλάζεις το εντός
για να αλλάξει το εκτός -η συμβουλή σε επόμενο ποίημα.
Και κάπως έτσι συνεχίζω να διαβάζω και να αναζητώ τις λέξεις σύμβολα στο κάθε ποίημα.
Κάποια από αυτά προσωποποιούν συνθήκες : μητέρα = προστασία…
Πανί βρεγμένο σε μέτωπο που καίει.
Τζάκι φλογάτο να τρώει αγωνίες
Κάποια από αυτά καταφέρνουν να περιγράψουν το πλέον φευγαλέο: το παρόν.
Η στιγμή είναι πάγωμα του χρόνου.
Η στιγμή είναι άγγιγμα του χρόνου.
Η στιγμή είσαι εσύ, μέρος του χρόνου.
Η στιγμή σου χαρίζει τον χρόνο.
Και κάποια άλλα να ζωγραφίσουν την φθορά:
Τώρα τελευταία το λακκάκι
Στο χαμόγελό σου
Έχει γεμίσει λασπόνερα
Θα μου επιτρέψετε κάπου εδώ να σταματήσω να καταγράφω τις εντυπώσεις μου από τις αναγνώσεις των ποιημάτων της Μαρία Γεωργαλά.
Να ανακαλύψω λέξεις κλειδιά – διαχρονικές παρανυχίδες της καθημερινότητας… Την ευάλωτη νεότητα: Τα μαλλιά μου, δίχτυα γεμάτα ιππόκαμπους* αλλά και τη νεότητα τη συνώνυμη με το ταξίδι: Ήταν εποχές που είχα συνεχώς μια βαλίτσα κάτω απ΄ το κρεβάτι* όμως και την κατάσταση, τη συναίσθηση του γήρατος: Ήρθε η ώρα να φανεί, πόσο κοντά ήταν το μακριά. Κι όσα πρεσβεύαμε για σίγουρα, να γίνονται άμμος σε τρύπια κλεψύδρα.
Εκείνο που προσπάθησα είναι να μεταδώσω της αίσθηση μιας καταβύθισης στα συναισθήματα που όλοι μας βιώνουμε, αλλά που κάποιοι μόνο ποιητές καταφέρνουν με σύντομες φράσεις, κάποτε και μόνο με δυο ή τρεις λέξεις να τα περιγράφουν
Πώς το καταφέρνουν; Μα το ταλέντο θα μου πείτε.
Ασφαλώς το ταλέντο, αλλά το ταλέντο κάθε φορά και με τον εντελώς προσωπικό τρόπο του κάθε δημιουργού εκφράζεται. Και αποκτά τη δική του αυτόνομη οντότητα -τελικά υπάρχει δημιουργός πίσω από ένα έργο; Ή αυτό από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, γίνεται οντότητα ελεύθερη και ανεξάρτητη;
Είμαι κάτι στοιχειώδες.
Αλλοπρόσαλλο.
Ακατέργαστο.
Αδιόρατο.
Απείθαρχο με πειθήνια πορεία.
Κι όμως έτσι είμαι.
Είμαι κάτι.
Η συλλογή ‘Παρανυχίδα» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική εμφάνιση της Μαρίας Γεωργαλά στην ποίηση.
Εγώ ο ίδιος δεν είμαι ποιητής. Αλλά ως αναγνώστης ποίησης θα ήθελα να της ευχαριστήσω που μοιράστηκε μαζί μου τόσα πολλά.
Κι άλλωστε -όπως και η ίδια έχει σημειώσει: Μόνο η μοιρασιά κάνει τον άνθρωπο να μην φοβάται.
(1060 λέξεις)
https://www.fractalart.gr/paranychida/
Subscribe to:
Posts (Atom)